ποτνιᾷ

ποτνιᾷ
ποτνιάομαι
cry
pres subj mp 2nd sg
ποτνιάομαι
cry
pres ind mp 2nd sg (epic)
ποτνιάζομαι
fut ind mp 2nd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ποτνία — ποτνίᾱ , πότνια mistress fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότνια — mistress fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότνια — ἡ, τ. κλητ. και πότνα, Α (ως τιμητική προσφώνηση θεάς ή εξέχουσας θνητής γυναίκας) 1. ως ουσ. βασίλισσα, δέσποινα, κυρία 2. ως επίθ. τιμημένη, σεβαστή, μεγαλοπρεπής 3. στον πληθ. ως κύριο όν. αἱ Πότνιαι α) προσωνυμία τών Ευμενίδων β) πόλη τής… …   Dictionary of Greek

  • Πότνια Ἥβη νέκταρ ἐῳνοχόει. — См. Геба …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πότνια μήτηρ. — См. Родина святая …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ποτνίας — ποτνίᾱς , πότνια mistress fem acc pl ποτνίᾱς , πότνια mistress fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότνι' — πότνια , πότνια mistress fem nom/voc sg πότνιαι , πότνια mistress fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτνιασάμενος — ποτνιᾱσάμενος , ποτνιάομαι cry aor part mp masc nom sg (attic doric) ποτνιάζομαι aor part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτνιᾶν — πότνια mistress fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτνιάσασθαι — ποτνιά̱σασθαι , ποτνιάομαι cry aor inf mp (attic doric) ποτνιάζομαι aor inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”